ὀρίνδης

ὀρίνδης
ὀρίνδης (ἄρτος)
Grammatical information: m.
Meaning: `bread made of rice flour' (S. Fr. 609 from Ath. 3, 110e, Poll. 6, 73); ὀρίνδιον σπέρμα (Poll.); ὀρίνδα ἥν οἱ πολλοὶ ὄρυζαν καλοῦσι (Phryn. PS 93).
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Iran.
Etymology: Westiran. LW [loanword], cf. NPers. birinǰ, Arm. brinj (from Iran.); s. Pisani Riv. stud. or. 18, 95 f. On ὀρ- for Iran. wr- Schwyzer 313 w. n. 2. Further s. ὄρυζα. After Ath. and Poll. l.c. ὀρίνδης would be Ethiopian.
Page in Frisk: 2,417

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ορίνδης — ὀρίνδης, ὁ (Α) άρτος παρασκευασμένος από όρυζα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η σημ. τής λ. ὀρίνδης, που κατά την επικρατέστερη άποψη δηλώνει τον άρτο τον παρασκευασμένο από όρυζα (απ όπου ὄρινδα «όρυζα»), δεν είναι απόλυτα εξακριβωμένη. Κατ άλλους, η λ. δηλώνει έναν …   Dictionary of Greek

  • ὀρίνδην — ὀρίνδης bread made of masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρίνδα — ὀρίνδᾱ , ὀρίνδης bread made of masc nom/voc/acc dual ὀρίνδης bread made of masc voc sg ὀρίνδᾱ , ὀρίνδης bread made of masc gen sg (doric aeolic) ὀρίνδης bread made of masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ορίνδα — ὀρίνδα (Α) [ορίνδης] η όρυζα, το ρύζι …   Dictionary of Greek

  • ορίνδιος — ὀρίνδιος, ον (Α) [ορίνδης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην όρυζα, στο ρύζι …   Dictionary of Greek

  • όρυζα — η (Α ὄρυζα και ὄρυζον, τὸ) 1. βοτ. γένος υδροχαρών αγρωστωδών φυτών καθώς και τα φαγώσιμα σπέρματά τους, το ρύζι 2. φρ. «βράσε όρυζα» λέγεται σε περιπτώσεις κακής τροπής τών πραγμάτων ή ανεπανόρθωτης εξέλιξης μιας κατάστασης ή και για δήλωση… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”